- γε
- (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α)μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευκινησία (δεν έχει σταθερή θέση στην πρόταση), αλλά δεν παίζει ρόλο συνδετικού μορίου, δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη σύνθεση φράσεων. Συντίθεται με προσωπικές κυρίως αντωνυμίες και άλλα μόρια ή συνδέσμουςπρβλ. αλλά, δη, και, μην, ουν, τοι (βλ. και γαρ). Με τους υποτακτικούς συνδέσμους: ει, πριν κ.λπ. και το αναφορικό ος, η χρήση τού γε είναι αιτιολογική, ενώ στον διάλογο το γε είναι βεβαιωτικό και πολλές φορές απαντά μαζί με το μάλιστα. Υστερογενώς το γε απέκτησε και περιοριστική αξία, κυρίως στις αναφορικές, υποθετικές, αιτιολογικές προτάσεις. Επειδή όμως γρήγορα έχασε τη σημασία του, έγινε σπάνιο στους μτγν. χρόνους και εξαφανίστηκε στη Νέα Ελληνική. Συνδέεται με γοτθ. mi-k, pu-k (πρβλ. εμέγε, σέγε), αν και το mik μπορεί να σχηματίστηκε βάσει τής ονομαστικής ik «εγώ». Λειτουργικά, αλλά όχι και μορφολογικά, συνδέεται επίσης με ελλ. -χι (πρβλ. μήχι, νήχι κ.ά.), αρχ. ινδ. hi, ha, gha, λιθ. ne-gu, ne-gὶ «δεν», αρχ. σλ. ni-že, τοχ. (a)k στο ns-ak «εγώ» κ.λπ. χεττ. ammuk «εγώ»].
Dictionary of Greek. 2013.